Ελληνικό Δημόσιο Σχολείο

Προς τους χρήστες: Δέχομαι την κριτική σας , όσο σκληρή και αν είναι. Επιθυμώ , όμως , αυτή να γίνεται επώνυμα.

Όνομα:
Τοποθεσία: ΑΘΗΝΑ, Greece

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Καλή χρονιά με ένα τραγούδι



Είμαστε ο κόσμος, είμαστε τα παιδιά! Καλή μας χρονιά!

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

Καλή(;) Χρονιά

Φτάνουμε -αισίως;- στο τέλος άλλης μίας χρονιάς... Η πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα κλείνει, αντί με καλύτερες προϋποθέσεις για το μέλλον, με τις χειρότερες προοπτικές γι' αυτό και με... μάλλον καλύτερες αναμνήσεις από το παρελθόν।

Το 2011 έρχεται με περισσότερη μιζέρια και δυστυχία και με την ελπίδα να σβήνει σαν καντηλάκι που του σώθηκε το λάδι। Κι ο "θρήνος" απλώνεται πάνω από τα "τείχη", χωρίς ωστόσο αυτό να είναι προς τιμήν μας. Ακούγονται ξεψυχισμένες φωνές: "Να παλέψουμε!", "Να αντισταθούμε!", όταν εσωτερικά τα όπλα έχουν παραδοθεί και όταν ο καθένας έχει μαζευτεί στον εαυτό του, στο καβούκι του και λοιδορεί "αυτούς", κρατώντας τον ίδιο μακρυά από τις καταστάσεις και τα γεγονότα. Πώς θα παλέψεις, πώς θα αντισταθείς, όταν έχεις χάσει τη μάχη με τον εαυτό σου; Ο... "εχθρός" είναι πρώτα μέσα και ύστερα εξωτερικεύεται.

Τώρα, με τη νέα χρονιά, ας ευχηθούμε πρώτα να ξαναβρούμε την ανθρωπιά μας κι ύστερα να σωθούμε από το δυσοίωνο μέλλον μας। Την ανθρωπιά απέναντι σε εμάς τους ίδιους, πετώντας από πάνω μας το πέπλο της μοιρολατρίας, κοιτώντας γύρω μας και ρίχνοντας ο καθένας τα προσωπικά του τείχη, τα οποία αντί να προστατεύουν, συνθλίβουν. Ας δώσουμε ένα χέρι βοηθείας σε εμάς, με την ένωσή μας με τους άλλους. Ο βούρκος του ωχαδερφισμού και του ατομικισμού δεν είναι παρά μια λακκούβα... Μπορούμε να βγούμε.

Marisa Augeri

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

Καλά Χριστούγεννα!


Καλά Χριστούγεννα και καλή χρονιά σε όλους! Υγεία, ειρήνη και αγάπη σε όλο τον κόσμο! Έτσι απλά έτσι ανθρώπινα. Ας γίνουμε πάλι παιδιά! Το χρειαζόμαστε! Να είστε όλοι καλά!

Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010

Μεσολογγίτικα Χριστούγεννα της Πηνελόπης Δέλτα

Τούτες τις δύσκολες για την πατρίδα μας μέρες μου ήρθε στο νου μια ιστορία από την ιδιαίτερη πατρίδα μου, το Μεσολόγγι. Αξίζει τον κόπο να τη διαβάσετε:

Ξημέρωνε παραμονή Χριστουγέννων. Πλάι στη σκη­νή, σπαρμένη πλούσια μαξιλάρια και χαλιά, όπου ο Ομέρ Βρυώνης είχε συγκαλέσει τους πασάδες, σ' ένα χωριστό διαμέρισμα, ανάμεσα στις αποσκευές του στρατηγού, ένας δούλος έψηνε καφέδες.

Oι ταπεινώσεις είχαν γύρει τις λιγνές του πλάτες, και βαθιά χαράκια είχαν σκάψει οι συλλογές ανάμεσα στα φρύδια και γύρω στο κλειστό του στόμα. Σκυμμένος πάνω σ' ένα μαγκάλι, φαίνουνταν παραδομένος στη δου­λειά του, τα μάτια καρφωμένα στο μπακιρένιο μπρικάκι.

Ο Ομέρ χτύπησε τα χέρια του.

- Γιάννη, φώναξε, φέρε καφέδες.

Και στο γραμματικό, που παράμερα στέκουνταν και περίμενε, έδειξε το τραπέζι και πρόσταξε:

- Εσύ, κάθησε αυτού και γράφε.

Ο Γιάννης έχυσε με προσοχή τον καφέ σε τέσσερα­ πέντε ζάρφια, και τα έφερε με το δίσκο μέσα στη σκηνή. Ο Ομέρ Βρυώνης, περπατώντας απάνω-κάτω, υπαγό­ρευε ένα γράμμα προς τον Βαρνακιώτη:

«Μάθε», έλεγε, «πως αύριο θα γευματίσω στο Με­σολόγγι».

- Αύριο, είπε μέσα του ο Γιάννης, δε θα γευματί­σεις στο Μεσολόγγι, -πρώτα ο Θεός ..

Μα το πρόσωπό του δεν άλλαξε, ούτε φαίνουνταν να προσέχει εκείνα που έλεγαν γύρω του. Ένα-ένα, με αργές κινήσεις, ακούμπησε τα ζάρφια με τον καυτό καφέ εμπρός σε κάθε πασά, προσέχοντας μη χυθεί ούτε κόμ­πος από το μυρωδάτο ποτό.

- Φέρε και άλλους, πρόσταξε ο Βρυώνης, δείχνον­τας μ' ένα νόημα των μαύρων φρυδιών του πως τα ζάρ­φια ήταν λιγότερα από τους πασάδες.

Και χωρίς να σταθεί, με τα χέρια πίσω στη ράχη και τα μάτια χάμω, εξακολούθησε να υπαγορεύει τις τε­λευταίες του διαταγές στον Βαρνακιώτη:

«Κοίταξε να μάθεις πού πάει ο στρατός που φεύγει για την Ακαρνανία, και βάσταξε τους αμαρτωλούς που έχουν προσκυνήσει, ώσπου να μάθεις πως πήρα το Με­σολόγγι. Είσαι υπεύθυνος για το Βραχώρι.»

Απότομα στάθηκε εμπρός στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, που, αργοκουνώντας το κεφάλι, κάτι σιγομουρμούρι­ζε του Ισμαήλ Πασά.

- Φοβάσαι; τον ρώτησε περιφρονητικά.

Οι δυο πασάδες σώπασαν.

Έριξε ο Αλβανός μια πλαϊνή ματιά του Κιουταχή, που σιωπηλά και ακατάδεχτα παρακολουθούσε τα κρυ­φομιλήματα των δυο Ισμαήλιδων, και με οργή, χτυπών­τας το χέρι του στο τραπέζι φώναξε:

- Ή αύριο ή ποτέ.

Και γυρνώντας στον Ισμαήλ Χατζημπέντο, χαμογέ­λασε και είπε:

- Μη φοβάσαι, πασά μου, τώρα πια ο Αλλάχ είναι μαζί μας, όλα μάς έρχονται δεξιά!

Με το κεφάλι, χαμογελώντας τον εγκαρδίωνε ο Άγος Βαστάρας.

- Πε τους, πε τους, πασά μου, τα μαντάτα. Και τους τα είπε ο Ομέρ Βρυώνης.

Έφευγε, λέγει, στρατός από μέσα από το Μεσολόγ­γι για τα δυτικά παράλια της Ακαρνανίας, όπου σκοπό είχε να σφάξει τους πληθυσμούς, ίσως και να αρπάξει το Βραχώρι που το φύλαγε ο Βαρνακιώτης, και να συλ­λάβουν τον Βαρνακιώτη ή να τον πείσουν να γυρίσει μαζί τους.

Κρυμμένος μες στα βούρλα είχε δει κάποιος άνθρω­πός του τις ετοιμασίες στα ελληνικά καράβια. 500 άντρες της φρουράς ετοιμάζουνταν να φύγουν με τρεις από τους αρχηγούς. Θα έφευγαν αύριο βράδυ, παραμονή των Χρι­στουγέννων. Τα ξημερώματα της μεγάλης τους εορτής, οι Γκιαούρηδες θα μαζεύουνταν όλοι στις εκκλησίες τους, για τη χριστουγεννιάτικη λειτουργία· αυτή ήταν η κα­τάλληλη ώρα ...

Ο Κιουταχής τον διέκοψε μ' ένα νόημα κατά τον Γιάννη, που στο πλαϊνό διαμέρισμα, ανακούρκουδα εμ­πρός στο μαγκάλι, ανακάτωνε τον καφέ στο μπρίκι.

- Αυτός; έκανε ο Βρυώνης χωρίς να χαμηλώσει τη φωνή. Και μ' ένα αρνητικό σήκω μα του κεφαλιού πρόσθεσε:

- Μπα, δε μιλάει αυτός!

- Μα είναι Γκιαούρης! ψιθύρισε ο άλλος.

Ο Ομέρ χαμογέλασε.

- Δε μιλάει αυτός, είναι άνθρωπός μου, είπε με τρόπο που ν' ακούσει ο Γιάννης. Έπειτα, έχω τη γυναί­κα του και τα παιδιά του στα χέρια μου. Το ξέρει πως αν ακουστεί τίποτα απ’ όσα λέμε…με το χέρι του έκοψε τον αέρα: Έννοια σου! ... Δε μιλάει αυτός.

Κάθησε στο ντιβάνι, αντίκρυ στο δούλο του, κι εξα­κολούθησε τις εξηγήσεις του.

Το ανατολικό μέρος της χώρας είναι το πιο αδύνα­το· από κει θα γένει το γιουρούσι, όταν σημάνει το σή­μαντρο που θα καλεί τους Χριστιανούς στις εκκλησίες. Συνάμα όμως θα γένει μια ψευτοπροσβολή από άλλο μέ­ρος του οχυρώματος, έτσι που κι αν μείνουν μερικοί φρου­ροί στους τοίχους, θα τρέξουν εκεί και θ' αφήσουν αφύ­λαχτο το ανατολικό μέρος ...

Ο Γιάννης με τα μάτια καρφωμένα στο μπρικάκι του, άκουε κάθε λέξη· φαίνουνταν παραδομένος στον κα­φέ που φούσκωνε, κανένα νεύρο του προσώπου του δεν κούνησε. Και όμως στην καρδιά του ήταν χαλασμός.

Τη γυναίκα του, τα παιδιά του τα είχε ξεχάσει· του τα θύμισε τώρα ο πασάς. Ναι, ήταν στην Άρτα, αιχμα­λωτισμένοι σαν κι αυτόν, όμηροι στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη. Και του ήταν γραφτό ν' ακούσει όλες τις ετοιμασίες και ν’ αφήσει την καταστροφή να συντελεστεί, αλ­λιώς η γυναίκα του και τα παιδιά του ...

Σιγανά έχυσε τον καφέ στα ζάρφια, προσέχοντας μη σκορπιστεί το καϊμάκι· την αγαπούσε πολύ την όμορφη γυναίκα του, τα τρελαίνουνταν τα παιδιά του. Για να μη κακοπάθουν αυτά δούλευε τόσον καιρό τον Τούρκο, και τον δούλευε πιστά. Το ήξερε πως θα πλήρωναν με το κεφάλι τους κάθε του πληροφορία· ώστε έπρεπε να καθήσει ήσυχος, να βουλώσει το στόμα του, ν' αφήσει το μοιραίο να συντελεστεί.

Μοίρασε πάλι τους καφέδες και πήρε τ' αδειανά ζάρ­φια. Μα και οι πασάδες τώρα σηκώνουνταν, η συνεδρία­ση είχε τελειώσει. Όλοι ήταν πια σύμφωνοι, η επίθεση θα γίνουνταν τα Χριστούγεννα, την ώρα της λειτουργίας των Γκιαούρηδων.

Ένας-ένας χαιρέτησαν το στρατηγό και αποτραβή­χτηκαν να ξαναπάν να κοιμηθούν, ώσπου να έλθει η ώρα της ετοιμασίας.

Ο Ομέρ Βρυώνης τυλίχθηκε στη σαμουρένια κάπα του και ξαπλώθηκε στο σοφά.

- Όχι, είπε του Γιάννη, που ρωτούσε αν θα γδυ­θεί. Δεν έχω καιρό σήμερα για πούπουλα· κλείσε τον μπερτέ και πήγαινε, δεν σε θέλω πια.

Έσβησε τα κεριά ο Γιάννης, κατέβασε το κρεμαστό χαλί που χώριζε τη σκηνή του αφέντη από το διαμέρισμα με τις αποσκευές, και ξαπλώθηκε κοντά στο μαγκάλι να ζεσταθεί.

Έτρεμε πολύ, τώρα που δεν τον έβλεπαν πια, και τα δόντια του χτυπούσαν από σύγκρυο.

Έτσι λοιπόν είχαν αποφασίσει οι πασάδες αύριο χρι­στουγεννιάτικα θα παίρνανε το Μεσολόγγι. Μα αυτός αποφάσιζε πως δεν θα το πάρουν ... Ναι, αυτός, ο δούλος του Ομέρ Βρυώνη, ο φτωχό ς Γιάννης Γούναρης από τα Γιάννινα, έτσι το ήθελε, να σωθεί το Μεσολόγγι.

Μα θα μπορέσει να το σώσει;

Το ήξερε αυτός πως βίγλες είχε παντού στους τοί­χους απάνω. Τις έβλεπε, σαν έβγαινε να κυνηγήσει που­λιά για το τραπέζι του αφέντη του, που φύλαγαν μέρα και νύχτα άγρυπνα. Ούτε σκιά δεν άφηναν να σιμώσει. Θα του έριχναν ευθύς, αν έκανε να πλησιάσει. Και ούτε και σημείο δεν μπορούσε να κάνει, γιατί θα τον ένιωθαν οι Τούρκοι φρουροί. Δεν τον πείραζε που θα τον σκότω­ναν, μια φορά πεθαίνει ο άνθρωπος και γλιτώνει από την τούρκικη σκλαβιά. Μα που δε θα μάθαιναν οι πολιορκημένοι το καταχθόνιο σχέδιο των πασάδων ...

Σηκώθηκε στον άγκωνά του, τα μάτια καρφωμένα στη φωτιά. Τα κάρβουνα είχαν χωνέψει, σκιές κοκκινόμαυρες κυμάτιζαν στη θρακιά με κάθε πνοή που περνούσε.

Μα ο Γιάννης δεν τα έβλεπε· έβλεπε τη γυναίκα του, νέα και όμορφη, χλωμούλα η καημένη, γιατί ήλιος δεν τη θωρούσε έτσι που ζούσε, μόνη, κρυμμένη πίσω από τα κλειστά παντζούρια της ... Έβλεπε τα παιδάκια του, τα δυο του αγοράκια, όλο ζωή και σκανταλιά- γε­λούσαν συχνά, τα καημένα, γιατί ήταν μικρά και δεν είχαν καταλάβει ακόμα, στην αγκαλιά της μάνας, το βά­ρος τής σκλαβιάς. Και τώρα έπρεπε να τα θυσιάσει ...

Η καρδιά του ράγιζε. Ήταν άραγε ανάγκη; Μπορούσε και να μην είχε ακούσει τα λόγια των πασάδων ...

Έσπρωξε την κουβέρτα του και σηκώθηκε αργά, ξεκρέμασε το τουφέκι του, που κρέμουνταν σ' ένα καρφί και βγήκε έξω.

Γλυκοχάραζε η παραμονή των Χριστουγέννων, μα καμιά χαρά δεν ήταν στη φύση· όλη την εβδομάδα είχε ρίξει βροχή, το στρατόπεδο, μουσκεμένο, ήταν λίμνη απέ­ραντη από λάσπη.

Και το Μεσολόγγι θα γίνουνταν αύριο λίμνη απέ­ραντη από αίμα χριστιανικό ... γιατί έτσι το αποφάσισαν οι πασάδες ...

- Ε, μπάρμπα-Γιάννη, για πού;

Ο Γιάννης σήκωσε τα μάτια και γνώρισε το σταβλί­τη του Ομέρ, που ετοιμάζουνταν για την πρωινή του προ­σευχή.

Τον χαιρέτησε με το χέρι χωρίς να σταματήσει.

- Πάω να σκοτώσω θαλασσοπούλια, του αποκρί­θηκε, για το μεζέ του αφέντη.

Του φώναξε ο Τούρκος:

- Μη σε δουν με το τουφέκι οι Γκιαούρηδες, και σε πάρουν για πολεμιστή!

Και χαχανίζοντας γονάτισε στην ψάθα του, γυρισμέ­νος κατά την ανατολή.

Ο Γιάννης δεν αποκρίθηκε· με ήσυχο, τακτικό βήμα τράβηξε για τη λιμνοθάλασσα.

Το βράδυ εκείνο της παραμονής των Χριστουγέν­νων, ο γραμματικός του Μακρή, ο Θανάσης, γύριζε, μο­νάχος μες στο μονόξυλό του, από το Ανατολικό, το ηρω­ικό νησάκι στην είσοδο του κόλπου, που μόνο πια έμενε ελεύθερο σ' όλη την περιφέρεια, μαζί με το Μεσολόγγι. Η ξηρά ήταν όλη στα χέρια των Τούρκων, μόνη συγκοινωνία έμενε πια από τη θάλασσα.

Βιάζουνταν να φθάσει στο Μεσολόγγι για να κάνει Χριστούγεννα με τους δικούς του και για ν' αποχαιρετή­σει τους αρχηγούς Τσόγκα, Γρίβα και Πετρόμπεη Μαυ­ρομιχάλη, που έφευγαν με τα καράβια το ίδιο εκείνο βρά­δυ. Πεντακόσιοι άντρες διαλεγμένοι έφευγαν μαζί τους για επιχείρηση μυστική.

Από τότε που είχαν ξεφορτώσει τα Υδρέικα καράβια άντρες, τουφέκια και τροφές, οι Τούρκοι είχαν σταματή­σει τις επιχειρήσεις τους το καταλάβαιναν πως από χορτασμένους δεν το παίρνουν το Μεσολόγγι, και τους άφη­ναν ήσυχους ώσπου να πεινάσουν πάλι.

Χαμογέλασε ο Θανάσης. Πείνα το Μεσολόγγι δε φοβούνταν πια όσο βαστούσαν τη θάλασσα τα Υδρέικα καράβια ...

Μ' αφού τους άφηναν οι Τούρκοι ελεύθερα τα χέρια, καλό ήταν να δουν αν δε γίνεται τίποτα από το Βραχώ­ρι ...

Έξαφνα, στην ακρογιαλιά είδε ο Θανάσης έναν άνθρωπο που με το μαντήλι τού έγνεφε να πλησιάσει.

Γύρισε τη βάρκα του κατά την ξηρά.

- Ποιος είσαι; φώναξε, και τι θέλεις;

- Έλα, μη φοβάσαι ... είμαι φίλος, του αποκρίθηκε ο άλλος.

Ο Θανάσης σίμωσε και ξεχώρισε καλά τον άνθρω­πο. Είχε σκυφτούς τους ώμους και φαίνουνταν κατάκο­πος τα ρούχα του ήταν πιτσιλισμένα λάσπες, σαν να είχε κάνει μακριά πορεία, και στο χέρι βαστούσε τουφέκι κυνηγού.

Ο Θανάσης έσπρωξε το μονόξυλό του στην αμμου­διά, κοντά του.

- Τι θέλεις; τον ρώτησε από μέσα από τη βάρκα. Ο άλλος έριξε πίσω του μια ματιά, βεβαιώθηκε πως είναι μόνος, και σκύβοντας είπε γρήγορα:

- Τρέξε στο Μεσολόγγι, πες τους πως τα χαράμα­τα θα γίνει γιουρούσι· ξέρουν πως φεύγουν οι αρχηγοί, πως παίρνουν πεντακόσιους άντρες, και την ώρα της λειτουργίας θα σας ριχθούν οι Τούρκοι.

Ο Θανάσης πήδηξε στην ξηρά.

- Ποιος είσαι; ρώτησε τον άγνωστο, και ποιος σου τα 'πε όλα αυτά;

- Είμαι ο κυνηγός του Ομέρ Βρυώνη, και είμαι από τα Γιάννινα, Χριστιανός. Ο Θανάσης τον έσπρωξε με αηδία, κι έκανε να ξα­ναμπεί στη βάρκα· μα ο άλλος τον βάσταξε από το μανί­κι.

- Μη με υποψιάζεσαι και μη με αποδιώχνεις, είπε βραχνά. Τρέξε να τους τα πεις, αλλιώς πάει το Μεσο­λόγγι.

Η φωνή του μαρτυρούσε τέτοια αγωνία, που ο Θα­νάσης ταράχθηκε

- Πώς τα 'μαθες αυτά που λες; ρώτησε.

- Τα λέγανε οι πασάδες αναμεταξύ τους, ήμουν εκεί και άκουσα.

- Ποιοι ήταν οι πασάδες;

Ο άγνωστος τους ονόμασε και του εξήγησε με δυο λόγια σε ποιο μέρος θα χτυπήσουν οι Τούρκοι, γιατί ήξε­ραν πως ήταν το πω αδύνατο.

- Θα κάνουν ψεύτικο γιουρούσι από αλλού, μην τους πιστέψετε.

Ο Θανάσης τον άκουε, αλλά δίσταζε ακόμα.

- Αν είσαι Χριστιανός, γιατί δεν πολεμάς μαζί μας, παρά δουλεύεις τον Τούρκο; ρώτησε.

Εκείνος έκανε απαντήσει, το στόμα του τεντώθηκε νευρικά, μα καμιά φωνή δε βγήκε, κι έσμιξε τα χέρια.

Ο Θανάσης τον λυπήθηκε.

- Έλα μαζί μου, του είπε, τι ανάγκη τους έχεις; Έπειτα αν γυρίσεις τώρα θα σε σκοτώσουν.

Ο ξένος σήκωσε το πρόσωπό του, η όψη του ήταν αναλυμένη..

- Το τι θα γίνω εγώ, δεν πειράζει, μα έχει στα χέρια του τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου ...

Τα μάτια του ξαφνικά γέμισαν δάκρυα· πέταξε πάνω τα χέρια του και γύρισε

και χάθηκε στο σουρούπωμα

Ο Θανάσης δε δίστασε πια. Πήδηξε στο μονόξυλό του, και βιαστικά έκανε για το Μεσολόγγι.

Ήταν νύχτα βαθιά σαν έφθασε. Τρεχάτος πήγε στου Μακρή και του είπε όσα άκουσε, κι ευθύς φώναξε κείνος τους άλλους αρχηγούς, που αμέσως σταμάτησαν τα κα­ράβια, έτοιμα για να σαλπάρουν. Κατά διαταγή του Μαυ­ροκορδάτου, ο Γρίβας αποβίβασε βιαστικά εκατό του άν­τρες, και με τον Τσαλαφατίνο και τον Κουμουντουράκη έτρεξαν κι έπιασαν τα οχυρώματα. Την ίδια ώρα ο αρχιε­πίσκοπος μάζεψε τους παπάδες και διέταξε να κλείσουν όλες οι εκκλησίες, και να ειδοποιηθούν τα ποίμνια πως λειτουργία χριστουγεννιάτικη σε θα γίνει, παρά θ' αγρυ­πνήσουν οι Χριστιανοί όλοι στους τοίχους απάνω.

Ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Λόντος, με τετρακόσια τους παλικάρια, είχαν πιάσει το κέντρο όπου ήταν η πύ­λη του οχυρώματος ο Ζαΐμης με άλλους εξακόσιους πή­ραν τη δυτική μεριά, και μεγάλη δύναμη από χίλιους διακόσιους άντρες, με τον Γρίβα, τον Μακρή, τον Ραζικότσικα και τον Δελιγιάννη, σκορπίστηκαν στο ανατολι­κό μέρος όπου ήταν να γίνει το γιουρούσι, ενώ άλλοι έπιαναν τα χαμηλά σπίτια εμπρός, κατά τον κάμπο, και άλλοι, κρυμμένοι στη σκιά, στα πόδια του τοίχου, περί­μεναν σιωπηλά.

Σύννεφα πυκνά σκέπαζαν τον ουρανό. Παντού σκοτάδι.

Από την άλλη μεριά του τοίχου οκτακόσιοι Τούρκοι τοιχοπηδηχτάδες, όλοι άντρες διαλεγμένοι και γεροί, με σχοινιά, μπήκαν σιωπηλά στο χαντάκι που περιτριγύριζε το οχύρωμα και κρύφθηκαν μες στα βούρλα, στο ανατο­λικό μέρος, όπου τα φρούρια ήταν πιο ευκολοπήδηχτα. Δύο χιλιάδες πεζικό, περπατώντας στα νύχια, σίμωσαν κρυφά, έτοιμοι να τους υποστηρίξουν. Πίσω τους, άλλες οχτώ χιλιάδες περίμεναν τη χαραυγή για να ορμήσουν στα οχυρώματα με το πρώτο σύνθημα.

Όλη νύχτα, από τα δυο μέρη του τοίχου, Έλληνες και Τούρκοι παραμόνευαν κρυμμένοι, χωρίς να υποψιάζονται ούτε τούτοι ουτ' εκείνοι, πόσο κοντά αγρυπνούσε ο εχθρός. Οι εκκλησιές ήταν κλειστές, τα κεράκια σβηστά.

Απάνω στα οχυρώματα, οι παπάδες ψιθυριστά εγκαρδίωναν κι ευλογούσαν τους άντρες, Και σιωπηλά τους έδιναν την ευχή τους.

Έξαφνα, στη νυχτερινή σιωπή, όλα μαζί τα σήμαν­τρα σήμαναν τη λειτουργία.

Και τότε άρχισε το πανηγύρι.

Από τη μιαν άκρη στην άλλη του τοίχου, και αλα­λαγμοί σχίζουν τον αέρα, με τα σπαθιά στα δόντια ορ­μούν του Ομέρ Βρυώνη οι τοιχοπηδηχτάδες, ρίχνουν τις σκάλες, σκαρφαλώνουν στις επάλξεις, μπήγουν δυο σημαίες.

Μα τα παλικάρια αγρυπνούσαν.

Σαν τοίχο ζωντανό προβάλλουν τα στήθη τους στο ανθρώπινο κύμα που ανεβαίνει με λύσσα, σιωπηλά, αρ­πάζουν τους ξαφνιασμένους Τούρκους, τους σηκώνουν από το χώμα, τους γκρεμίζουν στο χαντάκι, τρίζοντας τα δόν­τια τσακίζουν τις σημαίες, ρίχνονται στους καινούριους που σκαρφαλώνουν, τους γκρεμίζουν και αυτούς τα σπα­θιά σφυρίζουν θερίζοντας κεφάλια, βροντούν τα τουφέκια σκορπώντας όλεθρο και τρόμο, τα πόδια γλιστρούν στο γλιτσιασμένο από το αίμα χώμα.

Τρεις ώρες βαστά το πανδαιμόνιο.

Κουρασμένοι, πατώντας στα πτώματα, αποτραβιούνται οι Τούρκοι. Δεκατισμένοι, νικημένοι, αποθαρρυμέ­νοι, υποχωρούν και φεύγουν.

Πηδούν από τους τοίχους οι δικοί μας, τους παίρ­νουν κατά πόδι και τους σκορπούν αλαλιασμένους στον κάμπο. Δώδεκα σημαίες κείτονται στη λάσπη, πεντακόσιοι πεθαμένοι φράζουν το χαντάκι.

Μετριούνται οι δικοί μας, λείπουν έξι παλικάρια.

Η λειτουργία είχε γίνει, αλλά με μπαρούτι και με αίμα. Τ’ ακούν οι οπλαρχηγοί απάνω στα βουνά και κλείνουν το Μακρυνόρος.

Τ' ακούν και οι Τούρκοι, πως Μαυρομιχάλης και Τσόγκας έπεσαν στην Κατοχή και χάλασαν τους δικούς τους, και τρόμος τους πιάνει. Σαν από μαύρο σύννεφο βροντοκυλά το άκουσμα πως Καραϊσκάκης και Οδυσσέας τραβούν για το Μεσολόγγι, και πανικός τους ταράζει. Παραμονή Aη-Βασίλη, νύχτα, σηκώνουν οι πασάδες το στρατό, και με τέτοια βία φεύγουν που όλα τους τα κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές, και έπιπλα ακόμη των πα­σάδων, μένουν στα χέρια των Ελλήνων, που το άλλο πρωί, ξαφνικά, βλέπουν τον κάμπο έρημο από εχθρούς.

Έτσι γιόρτασε το Μεσολόγγι τα Χριστούγεννα του1822.

Κάπου στην Κλεισούρα μέσα, όπου περνά ο δρόμος που από το Μεσολόγγι πηγαίνει στο Βραχώρι, άσπριζε ένα ερημοκλήσι, η Παναγία η Ελεούσα. Ο διαβάτης, που κουρασμένος στέκουνταν να ανασάνει ή έμπαινε στο εκκλησάκι ν' ανάψει ένα κεράκι, ήξερε πως θα βρει ένα ποτήρι κρύο νερό να σβήσει τη δίψα του, ή μια φωτιά να στεγνώσει τα ρούχα του, αν τον είχε πιάσει μπόρα στο δρόμο.

Φτωχό ήταν το ερημοκλήσι, φτωχό και το κελί του μοναχού που το φύλαγε, γιατί φτωχοί ήταν και οι Χρι­στιανοί που του είχαν δώσει από το στέρημά τους για να τα χτίσει.

Μα φεύγοντας, ο διαβάτης μελετούσε τη φιλοξενία του ερημίτη, και απορούσε με τη θλιμμένη του ηρεμία και τη σαν απόμακρη φωνή του.

Χρόνια πολλά κάθουνταν εκεί μέσα ο μοναχός, μα κανένας δεν τον γνώριζε, γιατί δεν ήταν από τον τόπο. Ούτε τον άκουσε ποτέ κανείς να πει από πού ήταν και ποιες φουρτούνες τον είχαν ρίξει εκεί. Λόγια πολλά δεν ήξερε ο ερημίτης τα είχε ξεμάθει στη μοναξιά του.

Σκυφτός πάντα και σιωπηλός, κάθουνταν ώρες στην πόρτα του κελιού του, αφηρημένος σε βαθιά θλιμμένη συλλογή, ή βυθισμένος στην ατέλειωτη προσευχή του.

Μόνος και αποτραβηγμένος ζούσε εκεί μέσα, απεί­ραχτος και άγνωστος, μνημονεύοντας την πεθαμένη του αγάπη και τα σφαγμένα του αγγελούδια. Δάκρυα ποτέ δεν είδε κανείς στα μάτια του, τα είχε χύσει όλα σαν έμαθε την εκδίκηση του αφέντη του που, με το αίμα της καρδιάς του δούλου του, είχε πληρώσει την απελευθέρω­ση του Μεσολογγίου.

Ήταν ο Γιάννης Γούναρης.

Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

Μια εικόνα...

Οργή λαού; Αγανάκτηση; Εμφύλιος; Αδικία; Δίκαιο; Αλητεία; Ηρωισμός; Αρχή μιας εποχής; Τέλος στα ψέμματα και την ανοχή; Τέρμα στα συγχωροχάρτια; Τιμωρία; Αυτοδικία; Τραμπουκισμός; Ή απλά "καλά να πάθει"; Ποιος θα απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα; Ποιος θα πει την αλήθεια; Η άλλη αλήθεια είναι πως "έρχονται δύσκολες ημέρες, μουτζουρωμένες σα Δευτέρες" - Μιχάλης Γκανάς. Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Αγγλία, Γερμανία - όλη η Ευρώπη βράζει. Οι Αμερικάνοι και οι έμπιστες σε αυτούς κυβερνήσεις τους κάνουν καλά τη δουλειά τους. Περάστε τώρα στο ταμείο να εισπράξετε! Ο Θεός να βάλει το χέρι του!

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Στερνή μου γνώση! (2)

Θυμάσαι άραγε, ότι κατά τη δεκαετία του ’50, του ’60 και του ’70 για να διοριστείς (αν κάποιος δικός σου δεν βρισκόταν στην εξορία), ακόμα και ως οδοκαθαριστής στο Δήμο, έπρεπε να διαθέτεις το «Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων» στο οποίο ο ασφαλίτης της περιοχής σου θα βεβαίωνε ότι είσαι «Έλλην Εθνικόφρων και όχι μίασμα και ΕΑΜοβούλγαρος»;
Θυμάσαι άραγε, ότι κατά την παραπάνω χρονική περίοδο ο Αμερικάνος πρεσβευτής (λέγε με Πιουριφόϊ) χαστούκιζε Έλληνες Υπουργούς και αυτοί έσκυβαν το κεφάλι;
Πού ήταν, άραγε, αυτή η αγάπη προς την Πατρίδα τότε;
Θυμάσαι άραγε, ότι, Έλληνας τέως Πρωθυπουργός και τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας διετύπωσε το περίφημο «ανήκομεν εις την Δύσην»;
Τότε ήμασταν κάτοικοι μιας χώρας που ανήκε σε ποιους;
Θυμάσαι άραγε, ότι κατά την παραπάνω χρονική περίοδο δρούσαν, ανεξέλεγκτα, οι παρακρατικές οργανώσεις που έφτασαν μέχρι και τη δολοφονία του Λαμπράκη;
Θυμάσαι άραγε, ότι κατά την παραπάνω χρονική περίοδο, μέσα στα Πανεπιστήμια μας δρούσε το «Σπουδαστικό τμήμα της Ασφάλειας» και φακέλωνε τους Δημοκρατικούς φοιτητές;
Αυτό πόσο «αναβάθμιζε» την εκπαίδευσή μας;
Θυμάσαι άραγε,
ότι κανένας δεν υποχρέωσε τους Έλληνες να εγκαταλείψουν τις δουλειές τους και να αφοσιωθούν , μετά μανίας, στον τζόγο του χρηματιστηρίου, επιδιώκοντας το «όνειρο του νέο-Έλληνα» να γίνει πλούσιος σε μια μέρα και χωρίς κόπο;
Ούτε τους υποχρέωσε κανένας να προμηθευτούν από 10 πιστωτικές κάρτες και να απολαμβάνουν, αλόγιστα, ένα βιοτικό επίπεδο, που απαιτούσε διπλάσια έσοδα από τα πραγματικά τους.
Θυμάσαι άραγε,
ότι, κατά την περίοδο 2004-2009, εκδόθηκαν τα περίφημα «Δομημένα ομόλογα» μέσω των οποίων καταληστεύτηκαν τα ασφαλιστικά ταμεία με αποτέλεσμα, σήμερα χιλιάδες υπάλληλοι να μη μπορούν να εισπράξουν «το εφάπαξ», που στο κάτω-κάτω είναι δικά τους χρήματα και όχι του κράτους;
Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα πολλά «Θυμάσαι άραγε» αλλά αυτό δεν έχει και τόση πολλή σημασία.
Στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα, θα πρέπει ΟΛΟΙ να κάνουμε υπομονή και, με ΟΜΟΝΟΙΑ, να δουλέψουμε σκληρά για την έξοδο από το ΚΑΤΑΝΤΗΜΑ μας , χωρίς να καταφεύγουμε σε ανούσιες μεγαλοστομίες.
Θανάσης Παπαδημητρίου.
Υ.Γ. Θα παρακαλούσα τον κ. Αντων. Τριαρ. Να υπογράφει τις απόψεις του.

"Καταραμένε Έλληνα"!

Ο Μάνος Λιοδάκης μου έστειλε το παρακάτω:


Ο μεγάλος γερμανός ποιητής και φιλόσοφος Φρειδερίκος Σίλλερ (1759-1805) αποκαλύπτει από τότε το πνεύμα που κατέχει τους Ευρωπαίους απέναντι στην Ελλάδα. Και η αποκάλυψη αυτή έρχεται με το ποίημά του, που έχει τον τίτλο:

«Καταραμένε Έλληνα»

Όπου να γυρίσω τη σκέψη μου
όπου να στρέψω την προσοχή μου,
Μπροστά μου σε βρίσκω.
Τέχνη λαχταρώ
Ποίηση, Θέατρο, Αρχιτεκτονική.
Εσύ μπροστά μου μπροστάρης και αξεπέραστος.
Επιστήμη ζητώ,
Μαθηματικά, Φιλοσοφία, Ιατρική, Δημοκρατία,
Ισονομία, Ισοπολιτεία, Εσύ μπροστά.
Αθλητισμό γυρεύω, το γιατρικό του κορμιού μου,
Εσύ πάλι μπροστά, μπροστάρης και αξεπέραστος.
Καταραμένε Έλληνα, καταραμένη γνώση,
γιατί να σ’ αγγίξω; Για να καταλάβω πόσο μικρός είμαι;
Πόσο ασήμαντος και μηδαμηνός; Γιατί, γιατί δεν μ’ αφήνεις, στην ησυχία μου και στην ξεγνοιασιά μου;

Γι’ αυτό λοιπόν, για να μείνουν «στην ησυχία τους και στην ξεγνοιασιά τους» οι Ευρωπαίοι, άφησαν έξω από το Μουσείο της Ευρώπης τον Ελληνικό Πολιτισμό…

Ο μεγάλος Νίτσε, στο βιβλί του «Η Γέννηση της Τραγωδίας από το Πνεύμα της Μουσικης», γράφει: «…Σχεδόν σε κάθε εποχή, οι διαδοσικοί πολιτισμοί προσπάθησαν με αγανάκτηση να αποσείσουν τον ζυγό των Ελλήνων, γιατί κάθε προσωπική δημιουργία, ενώ εκ πρώτης όψεως θαυμαζόταν ειλικρινά σαν πρωτότυπη, δίπλα σε αυτούς έχανε ξαφνικά το χρώμα και τη ζωντάνια της και γινόταν έκτρωμα αδέξιας μίμησης και γελοιογραφία… Και κάθε στιγμή ξεσπάει για μια ακόμη φορά η υπόκωφη οργή, η μαζεμένη στα βάθη της καρδιάς εναντίον αυτού του αλαζονικού λαού, που είχε την τόλμη να χαρακτηρίζει με το επίθετο «βάρβαρος» κάθε τι που ήταν ξένο. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, λέμε, που διεκδικούν ανάμεσα στους λαούς μια ξεχωριστή θέση; Όμως, ούτε ο φθόνος, ούτε η αχαλίνωτη συκοφαντία και η οργή κατόρθωσαν να αγγίξουν την αυθάδη τους γαλήνη. Γι’ αυτό ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΝΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΔΕΟΣ. Ας τολμήσουμε, επιτέλους, να διαλαλήσουμε πως οι Έλληνες κρατούν στα χέρια τους τα χαλινάρια της τέχνης, όπως αλλωστε και κάθε τέχνης…».


«Εκτός από τις τυφλές δυνάμεις της φύσης, ό,τι κινείται στον κόσμον αυτόν έχει την προέλευσή του από την Ελλάδα».

Ε. Καντ

Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Στερνή μου γνώση!

Από φίλο έλαβα το παρακάτω μήνυμα. Τα όσα αναφέρονται είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέροντα, μα και τρομαχτικά.... Τα σχόλια δικά σας.

Κατάλαβες τώρα γιατί σε λέγανε εθνικιστή όταν έλεγες πως αγαπάς την Πατρίδα σου;

Για να την πουλήσουν πιο εύκολα. Όταν κάθε λέξη που αρχίζει από -εθν. και -ελλ. έγινε ο δαίμονας που θα μας στερούσε από τον "εκσυγχρονισμό".

Κατάλαβες τώρα γιατί σε λέγανε ρατσιστή;
Σε πολύ λίγο δεν θα είσαι ιδιοκτήτης της πατρίδας σου, θα είσαι ένας κάτοικος μιας χώρας που θα ανοίκει στους τραπεζίτες και τ' αφεντικά τους που παριστάνουν την κυβέρνηση.

Κατάλαβες τώρα γιατί πριονίσανε την παιδεία και την υποβάθμισαν σε "εκπαίδευση"; Για να σε κάνουν υπαλληλάκο των 3.60. Να σε βάλουν πίσω από τον πάγκο των μπακάλικών τους, να σερβίρεις καφέδες και να πηγαίνεις με το παπί πίτσες στα πάρτυ του Χριστοφοράκου.

Κατάλαβες τώρα γιατί σου δίνανε τζάμπα κάρτες οι τράπεζες; Για να σου πάρουν το πατρικό σου. Δεκάρα δεν δίνανε για τις δώσεις σου, με χαρτιά τυπωμένα σου πήρανε το σπίτι, το χωράφι, το μαγαζί.

Κατάλαβες τώρα γιατί σε χώσανε στο χρηματιστήριο; Όταν ένας πρωθυπουργός της χώρας προέτρεπε τον απλό κόσμο να βάλει το κομπόδεμά του στο στημένο παιγνίδι του χρηματιστηρίου, δεν εννοούσε ακριβώς για επενδύσεις. Κατάλαβες τώρα πως κάποιοι γίνανε πάμπλουτοι σε μια νύχτα ανταλλάσσοντας πλούτο με αέρα;

Κατάλαβες τώρα γιατί γουστάρουν τόσο την "ελεύθερη αγορά";
Για να κλείσει ο μπακάλης και να στέλνεις τον κόπο σου στα μεγαλομπακάλικα της γερμανίας. Σε βγάλανε ψαράκι από τη γυάλα σου και σε πετάξανε στον ωκεανό με τα σκυλόψαρα, με τους δικούς τους .κανόνες διατροφής.

Κατάλαβες τώρα γιατί τους αγαπάνε τους "μη νόμιμους μετανάστες" τόσο πολύ οι εκλεγμένοι; Για να κάνουν με τη δυστυχία τους κι εμάς δυστυχισμένους.

Κατάλαβες τώρα ψαράκι πόσο αξίζει η γυάλα σου; Μήπως έχεις την καλύτερη γωνιά στον κόσμο, το καλύτερο οικόπεδο και στην κοστολογούν μόλις 300 δις; Τότε τα βράχια της ιρλανδίας πόσο κάνουν, τέσσερα δίφραγκα;

Κατάλαβες τώρα γιατί την Εθνική σου Οδό της αλλάζουν ονοματάκι; Θέλεις 20ευρώ για να πας από Αθήνα - Θεσσαλονίκη χρησιμοποιώντας την Εθνική σου Οδό, αυτήν που είναι υποχρέωση του κράτους να κατασκευάσει κι όχι να την ξεπουλήσει στο κάθε "όμορφο' που παριστάνει τον εργολάβο.

Κατάλαβες τώρα γιατί σου πουλάνε φθηνά τα χαζοκούτια; Για να σε κάνουν να τρως κουτόχορτο στα λιβάδια της τηλεόρασης. Για να σε πετάνε μπαλάκι από τη μεσημεριανή χαζοβιόλα στον απογευματινό πληρωμένο τελάλη της προπαγάνδας τους. Από το πρωί μέχρι το βράδυ μια θλιβερή παρέλαση υπερεκτιμημένων "τίποτα" με ειδικότητα στον αέρα.

Κατάλαβες μήπως τώρα γιατί στη Βουλή δεν μπαίνει ούτε ένας... σοβαρός άνθρωπος; Επειδή αφορά ένα θίασο τριακοσίων διορισμένων από τις κοματικές λίστες οι οποίες συντάσσονται από ντόποιους τοποτηρητές που οι μεγάλοι επιλέγουν από τις "άγιες οικογένειες" του τόπου.

Δεν θα βρεί
ς κανέναν από τους έλληνες λαμπρούς διανοητές κι επιστήμονες εκεί μέσα. Ούτε απ' έξω δεν πατάνε ….μη λερωθούν.

Κατάλαβες τώρα γιατί τα κάνουν όλ' αυτά;
......

ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΝ ΑΛΛΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ....

.......ούτε στο γένος ούτε στη σκέψη...!

Καθιστούν αδύνατη ακόμα και την αναπαραγωγή. Οι γονείς σε δυο δουλειές, οι παππούδες ακόμα και στα 70 θα εργάζονται
....

Τα παιδιά δεν μεγαλώνουν αυτόματα και το ξέρουν.
...

Είναι υπεύθυνοι για κάθε ΕΛΛΗΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΓΕΝΝΗΘΕΙ !!!!!

Θυμηθείτε το...

κάνουν μια νέα μορφή γενοκτονίας ....και το ξέρουν... πάααρα πολύ καλά....